ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
ευχαριστώ — και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, έω) [ευχάριστος] 1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη 2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ… … Dictionary of Greek
κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β … Dictionary of Greek
δυσαρεστώ — (AM δυσαρεστῶ έω) προκαλώ σε κάποιον δυσαρέσκεια, τόν κάνω να στενοχωρηθεί νεοελλ. 1. μεσ. ( ούμαι) αισθάνομαι δυσαρέσκεια, στενοχώρια 2. δυσφορώ, θυμώνω, με κάποιον ή κάτι αρχ. δεν ευχαριστούμαι, θεωρώ τον εαυτό μου προσβεβλημένο εξαιτίας… … Dictionary of Greek
εμφιληδονώ — ἐμφιληδονῶ ( έω) και ἐμφιληδῶ ( έω) (Α) ευχαριστούμαι, ηδονίζομαι … Dictionary of Greek
εναγάλλομαι — ἐναγάλλομαι (Α) αισθάνομαι μεγάλη χαρά, ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι … Dictionary of Greek
εναπολαύω — ἐναπολαύω (AM) απολαμβάνω κάτι, ευχαριστούμαι με κάτι … Dictionary of Greek
ενασμενίζω — και ενασμενίζομαι (AM ἐνασμενίζω) ευχαριστούμαι με κάτι, ικανοποιούμαι, αισθάνομαι χαρά, τό δέχομαι ευχάριστα και πρόθυμα («συμποσίοις ἐπικαίροις ἐνασμενίζω», Φίλ.) νεοελλ. ενασμενίζομαι σεμνύνομαι, καυχιέμαι, καμαρώνω για κάτι, (κυρίως ανάρμοστα … Dictionary of Greek
ενευπαθώ — ἐνευπαθῶ, έω (AM) [ευπαθώ] ευχαριστούμαι, απολαμβάνω κάτι … Dictionary of Greek
ενευφραίνομαι — ἐνευφραίνομαι (Α) ευχαριστούμαι για κάτι … Dictionary of Greek